-
1 νόηση
[ноиси] ουσ. Θ. разум, мыслительная способность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νόηση
-
2 мышление
-
3 восприятие
η αντίληψη, η νόηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > восприятие
-
4 концепция
η βασική άποψη, η νόηση, το νόημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > концепция
-
5 мышление
η διανόηση, η σκέψη, ο στοχασμός, η νόηση, η διάνοια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мышление
-
6 разум
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разум
-
7 взаимопонимание
взаимопониманиес ἡ ἀμοιβαία κατα-νόηση [-ις], ἡ ἀλληλοκατανόηση [-ις]. -
8 мысль
мысл||ьж ἡ σκέψη [-ις], ἡ Ιδέα / ὁ συλλογισμός (рассуждение)/ ἡ νόηση [-ις], ἡ διάνοια (мышление):основная \мысль ἡ βασική ίδέα· задняя \мысль ἡ ὑστεροβουλία· предвзятая \мысль ἡ προκατάληψη· образ \мысльей ὁ τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι· ход \мысльей ὁ εἰρμός τῶν σκέψεων собраться с \мысльями συγκεντρώνομαι, σκέπτομαι· носиться с \мысльыо κατέχομαι ἀπό τή σκέψη· подать кому́-л. \мысль δίνω τήν Ιδέα σέ κά· ποιον приходить к \мысльи φθάνω στό συμπέρασμα, καταλήγω· э́то навело меня на \мысль αὐτό μέ ὁδήγησε στή σκέψη· быть поглощенным \мысльями εἶμαι ἀπορροφημένος ἀπό σκέψεις· у него́ мелькнула \мысль τοῦ πέρασε μιά ίδέα· не допускать и \мысльи ὁβτε νά τό σκεφθεί κανείς· у меня и в \мысльях не было ὁὔτεκἄν είχα αὐτήν τήν σκέψη, οὔτε κἄν τό σκέφτηκα. -
9 мышление
мышлениес ἡ σκέψη [-ις], ἡ νόηση [-ις]. -
10 разум
разумм τό λογικό[ν], ὁ λόγος (способность мыслить)/ ὁ νοῦς, ἡ νόηση (ум, интеллект)· ◊ у него́ ум за \разум зашел ἔχασε τά λογικά του. -
11 восприятие
-я ουδ.1. αντίληψη, νόηση, αφομοίωση.2. (ψυχολ., φιλοσ.) πρόσληψη, αντίληψη, ατιληπτικότητα. -
12 дух
-а (-у) α.1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•
в том же -е στο ίδιο πνεύμα•
в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.
(φιλοσ.) το Πνεύμα•абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.
|| (θρησκ.) ψυχή.2. ηθικό•боевой дух μαχητικό πνεύμα•
моральный дух το ηθικό•
дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•
сила -а ηθική δύναμη•
подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•
упадок -а πτώση ηθικού.
|| θάρρος•поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•
не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.
3. νόημα, ουσία•это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•
дух времени το πνεύμα των καιρών.
4. άυλη υπόσταση•добрый дух το αγαθό πνεύμα•
злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).
5. αναπνοή•дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•
затаить -κρατώ την ανάσα•
дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.
6. παλ. αέρας.7. μυρουδιά.8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•
он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.
|| με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.
εκφρ.святой – Αγιο Πνεύμα•святым -ом (узнать – κ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•быть в -е – είμαι σε ευθυμία•быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчаться – κ.τ.τ.) ολοταχώς•быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας. -
13 концепция
-и θ.1. αντίληψη, νόηση.2. νόημα•концепция статьи το νόημα του άρθρου.
-
14 представление
-я ουδ.1. παρουσίαση, εμφάνιση• προσαγωγή•представление суду доказательств παρουσίαση, στο δικαστήριο αποδεικτικών•| справки παρουσίαση βεβαίωσης.
|| σύσταση, γνωριμία.2. έκθεση, αναφορά (σε προϊστάμενο, αρχή)•представление к наградам πρόταση για βράβευση.
3. θεατρική παράσταση• θέαμα.4. αναπαραγωγή, αναπαράσταση•зрительное представление οπτική αναπαράσταση•
слуховое представление ακουστική αναπαραγωγή.
5. νόηση, αντίληψη, γνώση• ιδέα•не имею никакого -я δεν έχω ιδέα, δε γνωρίζω τίποτε.
εκφρ.дать представление – δίνω μια ιδέα, εικόνα, κατατοπίζω κάπως•в мом -и – κατ εμένα, κατά τη γνώμη μου, όπως εγώ φαντάζομαι. -
15 раздумье
-я ουδ.σκέψη, διαλογισμός, δι-νόηση, στοχασμός, συλλογή. -
16 разум
-а α.1. το λογικό•человек наделен -ом ο άνθρωπος προικίστηκε με λογικό•
животные лишены -а τα ζώα στερήθηκαν του λογικού.
2. συνείδηση• απόψεις•действовать согласно -а δρω κατά τη συνείδηση.
|| νους, νόηση• μυαλό.3. παλ. το πνεύμα, το νόημα•, разум закона το πνεύμα του νόμου. -
17 разумение
-я ουδ.1. παλ. • έννοια, αντίληψη, νόημα• νόηση.2. (γραπ. λόγος)• γνώμη, άποψη•по моему -ю κατά τη γνώμη μου.
-
18 рассудочный
επ. βρ: -чен, -чна, -чно.1. διανοητικός, με την νόηση.2. κριτικός, με την κρίση. || λογικός (μη συναισθηματικός). -
19 рационализм
-а α.1. ορθολογισμός (φιλοσοφική γνωσιολογική σχολή).2. δόγμα φιλοσοφικό (που θεωρεί τη νόηση σαν κύρια πηγή της επιστημονικής γνώσης).3. βλ. рассудительность. -
20 умственность
-и θ.διάνοια, νους• νόηση, πνεύμα, διανοητικότητα. || στριφνότητα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νόηση — η (ΑΜ νόησις, Α συνηρ. τ. νῶσις) [νοώ] 1. η ενέργεια τού νοείν, η σύλληψη διά τού νου, το σκέπτεσθαι, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι 2. η ικανότητα και η διαδικασία τής δημιουργίας εννοιών και κρίσεων και η συσχέτισή τους διά τής λογικής… … Dictionary of Greek
νόηση — η 1. αντίληψη με το νου, ενέργεια του νου. 2. η ικανότητα να καταλαβαίνει κανείς με το νου. 3. νους, διάνοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοήσῃ — νοήσηι , νόησις intelligence fem dat sg (epic) νοέω Excerpta e libris Herodiani aor subj mid 2nd sg νοέω Excerpta e libris Herodiani aor subj act 3rd sg νοέω Excerpta e libris Herodiani fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… … Dictionary of Greek
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
αντιορθολογισμός — Άρνηση της ισχύος της λογικής, δυσπιστία στην ικανότητά της να μας δώσει μια έγκυρη γνώση της πραγματικότητας. Σε αντίθεση όμως προς τον σκεπτικισμό, o α. αρνείται αυτές τις ικανότητες στη λογική και στη νόηση, μόνο και μόνο για να μπορέσει να… … Dictionary of Greek
βολονταρισμός — Η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η βούληση κατέχει τα πρωτεία σε σχέση με άλλες ανθρώπινες λειτουργίες, όπως η νόηση (ταυτόσημοι είναι και οι όροι βουλησιαρχία και βουλησιοκρατία). Αφορά τους τομείς της μεταφυσικής, της ψυχολογίας και της ηθικής.… … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek
νοήσηι — νόησις intelligence fem dat sg (epic) νοήσῃ , νοέω Excerpta e libris Herodiani aor subj mid 2nd sg νοήσῃ , νοέω Excerpta e libris Herodiani aor subj act 3rd sg νοήσῃ , νοέω Excerpta e libris Herodiani fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπειρισμός — Φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι πηγή κάθε γνώσης και κριτήριο της αλήθειας είναι η εμπειρία και τα άμεσα δεδομένα της, ενώ απορρίπτει την ιδέα ότι η γνώση μπορεί να καθοριστεί με αφετηρία την ανάλυση των λογικών κατηγοριών και μόνο. Έτσι,… … Dictionary of Greek
ιρασιοναλισμός — και ιρρασιοναλισμός, ο (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος, η νόηση έχει δευτερεύουσα μόνο σημασία για τη γνώση, γιατί δεν μπορεί να γνωρίσει, τουλάχιστον εντελώς, τη νομοτέλεια, τις ουσιαστικές ιδιότητες και τις αιτιακές σχέσεις… … Dictionary of Greek